τετράκλαστος

τετράκλαστος
τετρᾰ-κλαστος, ον,
A broken fourfold, in four, Procl.ad Hes.Op.440.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετράκλαστος — ον, Α (για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • τετράκλαστον — τετράκλαστος broken fourfold masc/fem acc sg τετράκλαστος broken fourfold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”